- ἀδιεξέργαστος
- ἀ-δι-εξ-έργαστος, ein ganz unbearbeiteter (schwieriger) Punkt, nicht ausgearbeitet, unbenutzt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδιεξέργαστος — η, ο (Α ἀδιεξέργαστος, ον) [διεξεργάζομαι] νεοελλ. ανεπεξέργαστος, ακατέργαστος αρχ. αυτός που δεν περατώθηκε, ο ατελείωτος … Dictionary of Greek
ἀδιεξέργαστον — ἀδιεξέργαστος not wrought out masc/fem acc sg ἀδιεξέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)